- απρομήθευτος
- -η, -ο (Μ ἀπρομήθευτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει εφοδιαστεί με τις αναγκαίες προμήθειες2. απροστάτευτοςμσν.απερίσκεπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπρομήθευτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρομηθεύτως — ἀπρομήθευτος adverbial ἀπρομήθευτος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρομήθευτον — ἀπρομήθευτος masc/fem acc sg ἀπρομήθευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρομήθευτοι — ἀπρομήθευτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωροαπρομήθευτος — μωροαπρομήθευτος, η, ον (Μ) ελάχιστα προνοητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + ἀπρομήθευτος «απερίσκετος»] … Dictionary of Greek